- ὀχθηρός
- ὀχθηρός, ά, όν,A hilly, Euph.120, D.H.11.26, APl.4.256.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οχθηρός — ὀχθηρός, ά, όν (Α) [όχθος] λοφώδης, γεμάτος λόφους … Dictionary of Greek
ὀχθηρά — ὀχθηρός hilly neut nom/voc/acc pl ὀχθηρά̱ , ὀχθηρός hilly fem nom/voc/acc dual ὀχθηρά̱ , ὀχθηρός hilly fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχθηρῶν — ὀχθηρός hilly fem gen pl ὀχθηρός hilly masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχθηρόν — ὀχθηρός hilly masc acc sg ὀχθηρός hilly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχθηροῖο — ὀχθηρός hilly masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀχθηρῆς — ὀχθηρός hilly fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek
ὀχθηράν — ὀχθηρά̱ν , ὀχθηρός hilly fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)